- Πυθία
- η1) миф Пифия; 2) прорицательница, предсказательница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Πυθία — Πυθίᾱ , Πύθιος his temple fem nom/voc/acc dual Πυθίᾱ , Πύθιος his temple fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Πῡθίᾱ , Πυθία Pythia fem nom/voc/acc dual Πῡθίᾱ , Πυθία Pythia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθίᾳ — Πυθίᾱͅ , Πύθιος his temple fem dat sg (attic doric aeolic) Πῡθίαι , Πυθία Pythia fem nom/voc pl Πῡθίᾱͅ , Πυθία Pythia fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύθια — the Pythian games neut nom/voc/acc pl Πύ̱θια , Πύθιον temple of the Pythian Apollo neut nom/voc/acc pl Πύθιος his temple neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθία — Ιέρεια του μαντείου του Απόλλωνα στους Δελφούς, η οποία έδινε τους χρησμούς. Αφού πλενόταν με το νερό της Κασταλίας και έπινε από το νερό της ίδιας πηγής ή της Κασσοτίδας και αφού μασούσε φύλλα δάφνης, χρησμοδοτούσε σε κατάσταση έκστασης,… … Dictionary of Greek
Πύθια — Ιέρεια του μαντείου του Απόλλωνα στους Δελφούς, η οποία έδινε τους χρησμούς. Αφού πλενόταν με το νερό της Κασταλίας και έπινε από το νερό της ίδιας πηγής ή της Κασσοτίδας και αφού μασούσε φύλλα δάφνης, χρησμοδοτούσε σε κατάσταση έκστασης,… … Dictionary of Greek
Πυθίας — Πυθίᾱς , Πύθιος his temple fem acc pl Πυθίᾱς , Πύθιος his temple fem gen sg (attic doric aeolic) Πῡθίᾱς , Πυθία Pythia fem acc pl Πῡθίᾱς , Πυθία Pythia fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθίαι — Πυθίᾱͅ , Πύθιος his temple fem dat sg (attic doric aeolic) Πῡθίαι , Πυθία Pythia fem nom/voc pl Πῡθίᾱͅ , Πυθία Pythia fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύθι' — Πύθια , Πύθια the Pythian games neut nom/voc/acc pl Πύ̱θια , Πύθιον temple of the Pythian Apollo neut nom/voc/acc pl Πύθια , Πύθιος his temple neut nom/voc/acc pl Πύθιε , Πύθιος his temple masc voc sg Πύθιαι , Πύθιος his temple fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθίαν — Πυθίᾱν , Πύθιος his temple fem acc sg (attic doric aeolic) Πῡθίᾱν , Πυθία Pythia fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пифия — (Πυθία) прорицательница в Дельфах (см.). При дельфийском святилище в древние времена, когда обращались к оракулу, по видимому, лишь один раз в год, было две П. и одна заместительница их; впоследствии, при более частом вопрошении оракула, была… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Πυθίοις — Πύθια the Pythian games neut dat pl Πῡθίοις , Πύθιον temple of the Pythian Apollo neut dat pl Πύθιος his temple masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)